- φαλαγγομαχης
- φαλαγγομάχηςφᾰλαγγο-μάχηςдор. φᾰλαγγομάχᾱς (μᾰ) adj. m сражающийся в фаланге
ὁ φ. ἐλέφας Anth. — боевой слон
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁ φ. ἐλέφας Anth. — боевой слон
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαλαγγομάχης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μάχεται σε φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + μάχης (< μάχη), πρβλ. ὁπλο μάχης] … Dictionary of Greek
φαλαγγομάχας — φαλαγγομάχᾱς , φαλαγγομάχης fighting in the masc acc pl φαλαγγομάχᾱς , φαλαγγομάχης fighting in the masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek